φέρι

φέρι
Α
επιφώνημα που δηλώνει οργή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φέρι, Ερρίκος — (Ferri, 1856 – 1929). Ιταλός εγκληματολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1879 έγινε υφηγητής του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας και έκτακτος καθηγητής των ίδιων μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Αργότερα …   Dictionary of Greek

  • Φερί, Ιούλιος Φραγκίσκος Κάμιλος — (Ferry, 1832 – 1893). Γάλλος δικηγόρος και πολιτικός. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και έγινε γνωστός για τα δημοσιεύματά του, που στρέφονταν εναντίον της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Το 1869 εξελέγη βουλευτής του Παρισιού και ήλθε σε ρήξη με το… …   Dictionary of Greek

  • Φέρι, Κύρος — (Ferri, Ρώμη 1634 – 1689). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Π. Κορτόνα και συνεργάστηκε μαζί του πρώτα στη Ρώμη και στη συνέχεια, από το 1659, στη Φλωρεντία στο ανάκτορο Πίτι. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου του αποτελείωσε τη διακόσμηση των… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Άκτιο — Ακρωτήριο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από την Πρέβεζα, που απέχει από αυτήν μόλις 725 μ. Στο ακρωτήριο υπήρχε από τον 5ο αι. π.Χ. ο περίφημος ναός του Ακτίου Απόλλωνα. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν ιππικοί… …   Dictionary of Greek

  • Αντίρριο — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 4 μ., 1.064 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Σε έναν λόφο του οικισμού υπάρχουν ερείπια δύο αρχαίων πόλεων, της Μακυνείας και της Μολυκρέας. H… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”